Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Τελευταία έξοδος: Εύβοια

Επτά Οκτωβρίου του τρέχοντος έτους και ώρα 7 το απόγευμα. Ώρα για να γεμίσουμε την καρότσα μελίσσια, μιας και έπεσε το σήμα από Εύβοια πως το πεύκο ξεκίνησε να δίνει μέλι.

Μαζί φορτώσαμε και τις τελευταίες ελπίδες για μια καλή παραγωγή σε άλλη μια δύσκολη χρονιά που δοκίμασε τις αντοχές μας. Μιας και ο δρόμος προβλεπόταν μακρύς έριξα σαν επιπλέον κίνητρο στον συνεργάτη μου την ιδέα να χρονομετρήσουμε την όλη διαδικασία για να δούμε πόσο σβέλτοι είμαστε, ορίζοντας ως έναρξη την στιγμή που θα έμπαινε το πρώτο πορτάκι σε κυψέλη. Έτσι, μπας και αυτός ο αγώνας μας δώσει την ώθηση να τελειώσουμε μια ώρα αρχύτερα. Ένας μόνιμα στο τιμόνι λοιπόν, κι ο άλλος σαν μανιακός να πετά τα κουτιά στην καρότσα... Στάση για ντάνιασμα και μετά από κάποια ώρα αλλαγή ρόλων στο τιμόνι. Μία και μισή ώρες μετά το κλειδί γύρναγε στη μίζα, στην αρχή μιας βραδινής πορείας 350 χιλιομέτρων.
Λίγο πιο κάτω κρίθηκε απαραίτητη η στάση σε γνωστή καντίνα για σαντουιτσάκι με χωριάτικο λουκάνικο. Επειδή όμως ο ψήστης ήταν μάστορας και μερακλής, τα ετοίμασε με το πάσο του και μέχρι να απολαύσουμε το γκουρμέ γεύμα συνοδεία αμερικάνικου ανθρακούχου αναψυκτικού η ώρα πέρναγε επικίνδυνα. Φτάσαμε αργοπορημένοι ακριβώς όσο χρειαζόταν στο ραντεβού πάνω στο δρόμο με τους προς απόσυρση «πάλιουρες», όπως τους τονίζω επανειλημμένα, που πλέον περίμεναν αναψοκοκκινισμένοι από τα νεύρα.
«Που είστε;», «γιατί αργήσατε;» και τα μπινελίκια έβλεπα να έρχονται στον ορίζοντα με γοργούς ρυθμούς. Πήγα να βγάλω το φίδι από την τρύπα με κάτι δικαιολογίες του κώλου που θύμιζαν στρατό. Από αυτές που λέγαμε και έπιαναν τόπο όσο ηλίθιες κι αν ακούγονταν, αρκεί να δήλωναν έστω για το θεαθήναι, υποταγή στον ανώτερο. «Βρήκα φορτηγό στην παλιά εθνική και πήγαινε με τριάντα», αποκρίθηκα. «Ειδικά σήμερα πέταγαν τα μελίσσια μέχρι που νύχτωσε, άσε που έσκαγαν από την ζέστη και δεν έμπαιναν μέσα με τίποτα». Παραλίγο να πω πως πετάχτηκε ένα αγριογούρουνο  στην μέση του δρόμου και από τους ελιγμούς να το αποφύγω κλάταρε το λάστιχο αλλά συγκρατήθηκα. Τους είδα που κάλμαραν λίγο και ο κυρ Γιάννης άρχισε να μου λέει το γνωστό τροπάρι κάθε φορά που τον εκνευρίζω ειδικά όταν διαφωνώ μαζί του, σχεδόν μόνιμα ομολογουμένως, για τα μελισσοκομικά. «Δε με ακούς, δε με ακούς! Πάντα κάνεις το κεφαλιού σου και να σου τώρα αργήσαμε».  Νομίζω πως  αυτή του η φράση «δε με ακούς» έχει καταλήξει να γίνει κάποιο είδος φροϋδικού συνδρόμου, που την ξεστομίζει αυθόρμητα ακόμα και στην πιο άσχετη κουβέντα μαζί μου. Εμένα με πιάνουν τα γέλια όποτε «με μαλώνει». Εδώ, από πιτσιρικάς δεν άκουσα γονείς και πάσης φύσεως αυτόκλητους κηδεμόνες, τώρα θα συμμορφωθώ;
Με τα πολλά το κομβόι από τρία αυτοκίνητα βγήκε ξανά στο δρόμο με τους τελευταίους θαμώνες του γειτονικού καφενείου να κοιτούν με περιέργεια τους νυχτερινούς ταξιδιώτες. Αρκετά εχθρικά διόδια μετά και αφού πέρασαν ώρες που πλέον, από την συσσωρευμένη κούραση, μου φαίνονταν αιώνες, διαβήκαμε την γέφυρα της Χαλκίδας πηγαίνοντας σε καθορισμένο σημείο για συνάντηση με πολύ καλό φίλο και ντόπιο μελισσοκόμο. Εκεί θα μας έβρισκε με το δικό του φορτηγό και αυτός φορτωμένος με μελίσσια. Το πρωί δε της ίδιας μέρας είχε κάνει έλεγχο ότι τα σημάδια ήταν στην θέση τους και όχι πεταμένα σε κάνα ρέμα ώστε να μην μπλέξουμε σε βραδινές περιπέτειες.
Μέχρι να έρθει λοιπόν η γκρίνια άρχισε πάλι να αχνοφαίνεται για το πότε θα φτάσουμε, πόση ώρα θα κάνουμε κ.α. Με έσωσε Καρδιτσιώτης συνάδελφος που σταμάτησε δίπλα μας και έπιασε την κουβέντα με τον κυρ Γιάννη για τόπους στην Εύβοια, πού δίνει και πού δε δίνει και πόσο καλά ήταν τα παλιά τα χρόνια και άλλα τέτοια «ρομαντικά» κι έτσι με το καλό φάνηκε ο τελευταίος και πιο φρέσκος της παρέας.
Μετά από λίγο τα αυτοκίνητα έπαιρναν τον ανηφορικό δρόμο για τον Άγιο με ξενύχτηδες γιωταχήδες να συχτηριάζουν την τύχη τους που ακολουθούσαν κολλημένοι στην ουρά μας και ανέβαιναν την διαδρομή με 40 χιλιόμετρα την ώρα. Με τα πολλά και μετά από ένα μίνι μαραθώνιο, τα μελίσσια ξεφορτώνονταν στον τόπο. Διαδικασία εύκολη και γρήγορη όταν εμπλέκονται πολλά χέρια. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν ήρθε η στιγμή να πάρουμε τον δρόμο της επιστροφής. Αποφάσισα να μην ακολουθήσω τους υπόλοιπους και να μείνω Εύβοια στο φίλο Τάσο. Την επομένη θα βάζαμε κάτι τελευταία μελίσσια του στο πεύκο αλλά πριν από αυτό και μετά από ένα σύντομο ύπνο και τον αναγκαίο πρωινό καφέ, η μέρα πέρασε ευχάριστα αφού με ξενάγησε σε δύο τρία μέρη με μελισσοκομικό ενδιαφέρον που προέκυψαν από πρόσφατες αναγνωρίσεις του. Στο τέλος αυτής, μέχρι να πέσει το φως και να ανάψουμε το καπνιστήρι, μαζέψαμε λίγα κάστανα, ήπιαμε νερό από πηγή και χορτάσαμε την ομορφιά του βουνού που έστεκε σχεδόν αμόλυντο από ανθρώπινη παρουσία.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου